tuberculisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tuberculisation < tuberculiser < tubercule
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tuberculisation | tuberculisations |
tuberculisation (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη tubercule