φυματίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυματίωση | οι | φυματιώσεις |
γενική | της | φυματίωσης* | των | φυματιώσεων |
αιτιατική | τη | φυματίωση | τις | φυματιώσεις |
κλητική | φυματίωση | φυματιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυματιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυματίωση < φυμάτι(ον) + -ωση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tuberculose[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Tuberkulose[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.maˈti.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐μα‐τί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυματίωση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φυματίωση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυματίωση
|
- ↑ φυματίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 φυματίωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)