Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυματίωση οι φυματιώσεις
      γενική της φυματίωσης* των φυματιώσεων
    αιτιατική τη φυματίωση τις φυματιώσεις
     κλητική φυματίωση φυματιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυματιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυματίωση < φυμάτι(ον) + -ωση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tuberculose

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.maˈti.o.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυματίωση θηλυκό

  1. (ιατρική) η μεταδοτική ασθένεια που προσβάλλει τους πνεύμονες και άλλα όργανα
  2. (βοτανική) καρκίνωση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία