καρκίνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρκίνωση | οι | καρκινώσεις |
γενική | της | καρκίνωσης* | των | καρκινώσεων |
αιτιατική | την | καρκίνωση | τις | καρκινώσεις |
κλητική | καρκίνωση | καρκινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρκινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρκίνωση < ελληνιστική κοινή καρκινόω / καρκινῶ + -ση < αρχαία ελληνική καρκίνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρκίνωση θηλυκό
- (ιατρική) η δημιουργία καρκίνου σε οργανισμό
- (βοτανική) ασθένεια διαφόρων φυτών (π.χ. ελιάς), κατά την οποία εμφανίζονται εξογκώματα (φυμάτια) σε κλαδιά (νεαρής κυρίως ηλικίας)