Δείτε επίσης: καρκίνωμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρκίνωση οι καρκινώσεις
      γενική της καρκίνωσης* των καρκινώσεων
    αιτιατική την καρκίνωση τις καρκινώσεις
     κλητική καρκίνωση καρκινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρκινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρκίνωση < ελληνιστική κοινή καρκινόω / καρκινῶ + -ση < αρχαία ελληνική καρκίνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρκίνωση θηλυκό

  1. (ιατρική) η δημιουργία καρκίνου σε οργανισμό
  2. (βοτανική) ασθένεια διαφόρων φυτών (π.χ. ελιάς), κατά την οποία εμφανίζονται εξογκώματα (φυμάτια) σε κλαδιά (νεαρής κυρίως ηλικίας)
     συνώνυμα: φυματίωση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία