Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɑ̃.se.ʁi.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cancérisation cancérisations

cancérisation (fr) θηλυκό