καρκίνωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρκίνωμα < 1. (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καρκίνωμα < καρκινόω < καρκίνος
- 2. η μεταφορική σημασία: (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική cancerous)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρκίνωμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- καρκινωματώδης
- χολαγγειοκαρκίνωμα
- → και δείτε τη λέξη καρκίνος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- καρκίνωμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καρκίνωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καρκίνωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)