καρκινωματώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρκινωματώδης < καρκίνωμα + -ώδης (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carcinomateux[1])
Επίθετο
επεξεργασίακαρκινωματώδης
- που έχει τα χαρακτηριστικά και τη φύση καρκινώματος / καρκίνου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καρκίνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρκινωματώδης
- ↑ καρκινωματώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας