φυμάτιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυμάτιο | τα | φυμάτια |
γενική | του | φυματίου & φυμάτιου |
των | φυματίων |
αιτιατική | το | φυμάτιο | τα | φυμάτια |
κλητική | φυμάτιο | φυμάτια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυμάτιο < φυμάτιον < φύμα < αρχαία ελληνική φῦμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυμάτιο ουδέτερο
- υποκοριστικό του φύματος, το μικρό φύμα
- μικρή μάζα που αναπτύσσεται στους ιστούς όταν προσβάλλονται από το βάκιλο του Κοχ στην ασθένεια της φυματίωσης