Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυματιώδης η φυματιώδης το φυματιώδες
      γενική του φυματιώδους της φυματιώδους του φυματιώδους
    αιτιατική τον φυματιώδη τη φυματιώδη το φυματιώδες
     κλητική φυματιώδη(ς) φυματιώδης φυματιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυματιώδεις οι φυματιώδεις τα φυματιώδη
      γενική των φυματιωδών των φυματιωδών των φυματιωδών
    αιτιατική τους φυματιώδεις τις φυματιώδεις τα φυματιώδη
     κλητική φυματιώδεις φυματιώδεις φυματιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυματιώδης < φυμάτιον + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

φυματιώδης, ης, ες

  1. σχετικός με το φυμάτιο, παρόμοιος με το φυμάτιο, που έχει μορφή φυματίου
    Η μάζα είναι φυματιώδης, αλλά ίσως χρειαστεί βιοψία
  2. σχετικός με τη φυματίωση ή όμοιος με τη νόσο
    Ο ασθενής παρουσιάζει φυματιώδη εικόνα


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία