Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυματιολογικός η φυματιολογική το φυματιολογικό
      γενική του φυματιολογικού της φυματιολογικής του φυματιολογικού
    αιτιατική τον φυματιολογικό τη φυματιολογική το φυματιολογικό
     κλητική φυματιολογικέ φυματιολογική φυματιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυματιολογικοί οι φυματιολογικές τα φυματιολογικά
      γενική των φυματιολογικών των φυματιολογικών των φυματιολογικών
    αιτιατική τους φυματιολογικούς τις φυματιολογικές τα φυματιολογικά
     κλητική φυματιολογικοί φυματιολογικές φυματιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυματιολογικός < φυματιολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

φυματιολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία