φυματιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυματιολογία | οι | φυματιολογίες |
γενική | της | φυματιολογίας | των | φυματιολογιών |
αιτιατική | τη | φυματιολογία | τις | φυματιολογίες |
κλητική | φυματιολογία | φυματιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυματιολογία < φυματιολόγος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυματιολογία θηλυκό
- (ιατρική) τομέας της πνευμονολογίας με αντικείμενο την έρευνα για την αντιμετώπιση της φυματίωσης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυματιολογία
|