φύμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φύμα | τα | φύματα |
γενική | του | φύματος | των | φυμάτων |
αιτιατική | το | φύμα | τα | φύματα |
κλητική | φύμα | φύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φύμα < αρχαία ελληνική φῦμα < φύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφύμα ουδέτερο