• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φύμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φύμα τα φύματα
      γενική του φύματος των φυμάτων
    αιτιατική το φύμα τα φύματα
     κλητική φύμα φύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φύμα < αρχαία ελληνική φῦμα < φύω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φύμα ουδέτερο

  1. το φυτρωμένο
  2. προεξοχή,
  3. βλάστημα, εξόγκωμα στο δέρμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • φυματικός
  • φυματίνη
  • φυμάτιο
  • φυματιολόγος
  • φυματιολογικός
  • φυματιώδης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φύμα
  • αγγλικά : phyma (en)
  • γαλλικά : tubercule (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φύμα&oldid=5526729"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 02:41

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 02:41.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας