βλάστημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βλάστημα < αρχαία ελληνική βλάστημα < βλαστέω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλάστημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βλασταίνω
- (κυριολεκτικά) (βοτανική) η βλάστηση
- (μεταφορικά) η δημιουργία, η ανάπτυξη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βλαστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία βλάστημα
|