• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

χτικιό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : χίτικο

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτικιό τα χτικιά
      γενική του χτικιού των χτικιών
    αιτιατική το χτικιό τα χτικιά
     κλητική χτικιό χτικιά
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χτικιό < μεσαιωνική ελληνική κτικιό < κτικιάζω < ελληνιστική κοινή ἑκτικός (πυρετός) < αρχαία ελληνική ἕξις < ἔχω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χτικιό ουδέτερο → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=χτικιό&oldid=4829333"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Σεπτεμβρίου 2020, στις 19:19

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Σεπτεμβρίου 2020, στις 19:19.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie