χτικιό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χτικιό | τα | χτικιά |
γενική | του | χτικιού | των | χτικιών |
αιτιατική | το | χτικιό | τα | χτικιά |
κλητική | χτικιό | χτικιά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χτικιό < μεσαιωνική ελληνική κτικιό < κτικιάζω < ελληνιστική κοινή ἑκτικός (πυρετός) < αρχαία ελληνική ἕξις < ἔχω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χτικιό ουδέτερο → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)