χτικιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χτικιάζω < μεσαιωνική ελληνική κτικιάζω < ελληνιστική κοινή ἑκτικός (πυρετός: συνεχιζόμενος, για τον πυρετό της φυματίωσης) < αρχαία ελληνική ἕξις < ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵʰ-
Ρήμα
επεξεργασίαχτικιάζω
- (αμετάβατο) (παρωχημένο) παθαίνω φυματίωση
- (μεταβατικό) (παρωχημένο) κάνω κάποιον να πάθει φυματίωση
- (μεταφορικά) (αμετάβατο) ταλαιπωρούμαι υπερβολικά από πολλά βάσανα
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά
Συγγενικά
επεξεργασία- χτικιάρης
- χτικιάρικα
- χτικιάρικος
- χτίκιασμα
- χτικιό
- → δείτε τη λέξη έχω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χτικιάζω | χτίκιαζα | θα χτικιάζω | να χτικιάζω | χτικιάζοντας | |
β' ενικ. | χτικιάζεις | χτίκιαζες | θα χτικιάζεις | να χτικιάζεις | χτίκιαζε | |
γ' ενικ. | χτικιάζει | χτίκιαζε | θα χτικιάζει | να χτικιάζει | ||
α' πληθ. | χτικιάζουμε | χτικιάζαμε | θα χτικιάζουμε | να χτικιάζουμε | ||
β' πληθ. | χτικιάζετε | χτικιάζατε | θα χτικιάζετε | να χτικιάζετε | χτικιάζετε | |
γ' πληθ. | χτικιάζουν(ε) | χτίκιαζαν χτικιάζαν(ε) |
θα χτικιάζουν(ε) | να χτικιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χτίκιασα | θα χτικιάσω | να χτικιάσω | χτικιάσει | ||
β' ενικ. | χτίκιασες | θα χτικιάσεις | να χτικιάσεις | χτίκιασε | ||
γ' ενικ. | χτίκιασε | θα χτικιάσει | να χτικιάσει | |||
α' πληθ. | χτικιάσαμε | θα χτικιάσουμε | να χτικιάσουμε | |||
β' πληθ. | χτικιάσατε | θα χτικιάσετε | να χτικιάσετε | χτικιάστε | ||
γ' πληθ. | χτίκιασαν χτικιάσαν(ε) |
θα χτικιάσουν(ε) | να χτικιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χτικιάσει | είχα χτικιάσει | θα έχω χτικιάσει | να έχω χτικιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χτικιάσει | είχες χτικιάσει | θα έχεις χτικιάσει | να έχεις χτικιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χτικιάσει | είχε χτικιάσει | θα έχει χτικιάσει | να έχει χτικιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χτικιάσει | είχαμε χτικιάσει | θα έχουμε χτικιάσει | να έχουμε χτικιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χτικιάσει | είχατε χτικιάσει | θα έχετε χτικιάσει | να έχετε χτικιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χτικιάσει | είχαν χτικιάσει | θα έχουν χτικιάσει | να έχουν χτικιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χτικιάζω
|