χτίκιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χτίκιασμα < χτικιάζω + -μα < μεσαιωνική ελληνική κτικιάζω < ελληνιστική κοινή ἑκτικός (πυρετός: συνεχιζόμενος, για τον πυρετό της φυματίωσης) < αρχαία ελληνική ἕξις < ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχτίκιασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα τού χτικιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χτίκιασμα
|