Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἕξῐς αἱ ἕξεις
      γενική τῆς ἕξεως τῶν ἕξεων
      δοτική τῇ ἕξει ταῖς ἕξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἕξῐν τὰς ἕξεις
     κλητική ! ἕξῐ ἕξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕξει
γεν-δοτ τοῖν  ἑξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἕξις < θέμα του δασυνώμενου μέλλοντα ἕξω του ρήματος ἔχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἕξις θηλυκό (γενική: ἕξεως)

  1. (αρχική σημασία) η κατοχή, το να έχεις κάτι δικό σου
  2. η συνήθεια, η έξη, εκείνο που αποκτάται από τη συνεχή εξάσκηση ή άσκηση επί αυτού και το οποίο κάποιος δεν έχει εκ γενετής
  3. επιδεξιότητα
  4. κατάσταση του μυαλού ή της ψυχής, στάση ζωής
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) καὶ ὅλη ἡ ψυχὴ εἰς τὴν βελτίστην φύσιν καθισταμένη τιμιωτέραν ἕξιν λαμβάνει
  5. (ιατρικά) ο οργανισμός, το σύστημα του οργανισμού

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία