Ετυμολογία

επεξεργασία
παθαίνω < πανθάνω < από τον αόριστο ἔπαθον του ρήματος πάσχω

παθαίνω, πρτ.: πάθαινα, στ.μέλλ.: θα πάθω, αόρ.: έπαθα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία