Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κονδυλώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κονδυλώδ
ης
η
κονδυλώδ
ης
το
κονδυλώδ
ες
γενική
του
κονδυλώδ
ους
της
κονδυλώδ
ους
του
κονδυλώδ
ους
αιτιατική
τον
κονδυλώδ
η
την
κονδυλώδ
η
το
κονδυλώδ
ες
κλητική
κονδυλώδ
η
(
ς
)
κονδυλώδ
ης
κονδυλώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κονδυλώδ
εις
οι
κονδυλώδ
εις
τα
κονδυλώδ
η
γενική
των
κονδυλωδ
ών
των
κονδυλωδ
ών
των
κονδυλωδ
ών
αιτιατική
τους
κονδυλώδ
εις
τις
κονδυλώδ
εις
τα
κονδυλώδ
η
κλητική
κονδυλώδ
εις
κονδυλώδ
εις
κονδυλώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κονδυλώδης
<
αρχαία ελληνική
κονδυλώδης
<
κόνδυλος
<
κονδός
<
κοντός
<
κεντέω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
ḱent
-
Επίθετο
επεξεργασία
κονδυλώδης
που μοιάζει με
κόνδυλο
, που έχει τέτοια
μορφή
(
ανατομία
)
που μοιάζει με
κόνδυλο
, που έχει τέτοια
μορφή
(
βοτανική
)
που μοιάζει με
κόνδυλο
, που έχει τέτοια
μορφή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
κοντύλι
και
κοντός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κονδυλώδης