Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονδυλώδης η κονδυλώδης το κονδυλώδες
      γενική του κονδυλώδους της κονδυλώδους του κονδυλώδους
    αιτιατική τον κονδυλώδη την κονδυλώδη το κονδυλώδες
     κλητική κονδυλώδη(ς) κονδυλώδης κονδυλώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονδυλώδεις οι κονδυλώδεις τα κονδυλώδη
      γενική των κονδυλωδών των κονδυλωδών των κονδυλωδών
    αιτιατική τους κονδυλώδεις τις κονδυλώδεις τα κονδυλώδη
     κλητική κονδυλώδεις κονδυλώδεις κονδυλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονδυλώδης < αρχαία ελληνική κονδυλώδης < κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-

  Επίθετο επεξεργασία

κονδυλώδης

  1. που μοιάζει με κόνδυλο, που έχει τέτοια μορφή
  2. (ανατομία) που μοιάζει με κόνδυλο, που έχει τέτοια μορφή
  3. (βοτανική) που μοιάζει με κόνδυλο, που έχει τέτοια μορφή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία