κονδυλώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονδυλώδης < αρχαία ελληνική κονδυλώδης < κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-
Επίθετο
επεξεργασίακονδυλώδης
- που μοιάζει με κόνδυλο, που έχει τέτοια μορφή
- (ανατομία) που μοιάζει με κόνδυλο, που έχει τέτοια μορφή
- (βοτανική) που μοιάζει με κόνδυλο, που έχει τέτοια μορφή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κονδυλώδης
|