Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-

  Ρήμα επεξεργασία

κεντέω

  1. (για έντομα) τσιμπώ
  2. κεντρίζω, πληγώνω με κάτι αιχμηρό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία