↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρογγυλεμένος η στρογγυλεμένη το στρογγυλεμένο
      γενική του στρογγυλεμένου της στρογγυλεμένης του στρογγυλεμένου
    αιτιατική τον στρογγυλεμένο τη στρογγυλεμένη το στρογγυλεμένο
     κλητική στρογγυλεμένε στρογγυλεμένη στρογγυλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρογγυλεμένοι οι στρογγυλεμένες τα στρογγυλεμένα
      γενική των στρογγυλεμένων των στρογγυλεμένων των στρογγυλεμένων
    αιτιατική τους στρογγυλεμένους τις στρογγυλεμένες τα στρογγυλεμένα
     κλητική στρογγυλεμένοι στρογγυλεμένες στρογγυλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρογγυλεμένος < στρογγυλεύω

στρογγυλεμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία