Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στρογγυλεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στρογγυλεμέν
ος
η
στρογγυλεμέν
η
το
στρογγυλεμέν
ο
γενική
του
στρογγυλεμέν
ου
της
στρογγυλεμέν
ης
του
στρογγυλεμέν
ου
αιτιατική
τον
στρογγυλεμέν
ο
τη
στρογγυλεμέν
η
το
στρογγυλεμέν
ο
κλητική
στρογγυλεμέν
ε
στρογγυλεμέν
η
στρογγυλεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στρογγυλεμέν
οι
οι
στρογγυλεμέν
ες
τα
στρογγυλεμέν
α
γενική
των
στρογγυλεμέν
ων
των
στρογγυλεμέν
ων
των
στρογγυλεμέν
ων
αιτιατική
τους
στρογγυλεμέν
ους
τις
στρογγυλεμέν
ες
τα
στρογγυλεμέν
α
κλητική
στρογγυλεμέν
οι
στρογγυλεμέν
ες
στρογγυλεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στρογγυλεμένος
<
στρογγυλεύω
Μετοχή
επεξεργασία
στρογγυλεμένος, -η, -ο
που τον έχουν
στρογγυλέψει
Συγγενικά
επεξεργασία
καμπυλωτός
κυρτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στρογγυλεμένος
γαλλικά
:
arrondi
(fr)