Ετυμολογία

επεξεργασία
στρογγυλεύω < ελληνιστική κοινή στρογγυλεύω[1] < αρχαία ελληνική στρογγύλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρογ‐γυ‐λεύ‐ω

στρογγυλεύω, αόρ.: στρογγύλεψα, παθ.φωνή: στρογγυλεύομαι, π.αόρ.: στρογγυλεύτηκα, μτχ.π.π.: στρογγυλεμένος

  1. δίνω σε κάτι σχήμα στρογγυλό
  2. γίνομαι στρογγυλός
    άλλες μορφές: στρογγυλεύομαι
  3. (μεταφορικά) γίνομαι πιο παχύς, παχαίνω, αφρατεύω
  4. (μεταφορικά) μετατρέπω ένα ποσό ή αριθμό σε ακέραιο, προσθέτοντας ή αφαιρώντας ό,τι χρειάζεται
    άλλες μορφές: στρογγυλοποιώ
  5. (μεταφορικά) χρησιμοποιώ λιγότερο αιχμηρές εκφράσεις ή διατυπώσεις

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. στρογγυλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.