στρογγυλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρογγυλεύω < ελληνιστική κοινή στρογγυλεύω[1] < αρχαία ελληνική στρογγύλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρογ‐γυ‐λεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαστρογγυλεύω, αόρ.: στρογγύλεψα, παθ.φωνή: στρογγυλεύομαι, π.αόρ.: στρογγυλεύτηκα, μτχ.π.π.: στρογγυλεμένος
- δίνω σε κάτι σχήμα στρογγυλό
- γίνομαι στρογγυλός
- άλλες μορφές: στρογγυλεύομαι
- (μεταφορικά) γίνομαι πιο παχύς, παχαίνω, αφρατεύω
- (μεταφορικά) μετατρέπω ένα ποσό ή αριθμό σε ακέραιο, προσθέτοντας ή αφαιρώντας ό,τι χρειάζεται
- άλλες μορφές: στρογγυλοποιώ
- (μεταφορικά) χρησιμοποιώ λιγότερο αιχμηρές εκφράσεις ή διατυπώσεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- στρογγύλεμα / στρογγύλευμα
- → δείτε τη λέξη στρογγυλός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρογγυλεύω | στρογγύλευα | θα στρογγυλεύω | να στρογγυλεύω | στρογγυλεύοντας | |
β' ενικ. | στρογγυλεύεις | στρογγύλευες | θα στρογγυλεύεις | να στρογγυλεύεις | στρογγύλευε | |
γ' ενικ. | στρογγυλεύει | στρογγύλευε | θα στρογγυλεύει | να στρογγυλεύει | ||
α' πληθ. | στρογγυλεύουμε | στρογγυλεύαμε | θα στρογγυλεύουμε | να στρογγυλεύουμε | ||
β' πληθ. | στρογγυλεύετε | στρογγυλεύατε | θα στρογγυλεύετε | να στρογγυλεύετε | στρογγυλεύετε | |
γ' πληθ. | στρογγυλεύουν(ε) | στρογγύλευαν στρογγυλεύαν(ε) |
θα στρογγυλεύουν(ε) | να στρογγυλεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρογγύλεψα | θα στρογγυλέψω | να στρογγυλέψω | στρογγυλέψει | ||
β' ενικ. | στρογγύλεψες | θα στρογγυλέψεις | να στρογγυλέψεις | στρογγύλεψε | ||
γ' ενικ. | στρογγύλεψε | θα στρογγυλέψει | να στρογγυλέψει | |||
α' πληθ. | στρογγυλέψαμε | θα στρογγυλέψουμε | να στρογγυλέψουμε | |||
β' πληθ. | στρογγυλέψατε | θα στρογγυλέψετε | να στρογγυλέψετε | στρογγυλέψτε | ||
γ' πληθ. | στρογγύλεψαν στρογγυλέψαν(ε) |
θα στρογγυλέψουν(ε) | να στρογγυλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στρογγυλέψει | είχα στρογγυλέψει | θα έχω στρογγυλέψει | να έχω στρογγυλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις στρογγυλέψει | είχες στρογγυλέψει | θα έχεις στρογγυλέψει | να έχεις στρογγυλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει στρογγυλέψει | είχε στρογγυλέψει | θα έχει στρογγυλέψει | να έχει στρογγυλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε στρογγυλέψει | είχαμε στρογγυλέψει | θα έχουμε στρογγυλέψει | να έχουμε στρογγυλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε στρογγυλέψει | είχατε στρογγυλέψει | θα έχετε στρογγυλέψει | να έχετε στρογγυλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν στρογγυλέψει | είχαν στρογγυλέψει | θα έχουν στρογγυλέψει | να έχουν στρογγυλέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρογγυλεύομαι | στρογγυλευόμουν(α) | θα στρογγυλεύομαι | να στρογγυλεύομαι | ||
β' ενικ. | στρογγυλεύεσαι | στρογγυλευόσουν(α) | θα στρογγυλεύεσαι | να στρογγυλεύεσαι | ||
γ' ενικ. | στρογγυλεύεται | στρογγυλευόταν(ε) | θα στρογγυλεύεται | να στρογγυλεύεται | ||
α' πληθ. | στρογγυλευόμαστε | στρογγυλευόμαστε στρογγυλευόμασταν |
θα στρογγυλευόμαστε | να στρογγυλευόμαστε | ||
β' πληθ. | στρογγυλεύεστε | στρογγυλευόσαστε στρογγυλευόσασταν |
θα στρογγυλεύεστε | να στρογγυλεύεστε | (στρογγυλεύεστε) | |
γ' πληθ. | στρογγυλεύονται | στρογγυλεύονταν στρογγυλευόντουσαν |
θα στρογγυλεύονται | να στρογγυλεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρογγυλεύτηκα | θα στρογγυλευτώ | να στρογγυλευτώ | στρογγυλευτεί | ||
β' ενικ. | στρογγυλεύτηκες | θα στρογγυλευτείς | να στρογγυλευτείς | στρογγυλέψου | ||
γ' ενικ. | στρογγυλεύτηκε | θα στρογγυλευτεί | να στρογγυλευτεί | |||
α' πληθ. | στρογγυλευτήκαμε | θα στρογγυλευτούμε | να στρογγυλευτούμε | |||
β' πληθ. | στρογγυλευτήκατε | θα στρογγυλευτείτε | να στρογγυλευτείτε | στρογγυλευτείτε | ||
γ' πληθ. | στρογγυλεύτηκαν στρογγυλευτήκαν(ε) |
θα στρογγυλευτούν(ε) | να στρογγυλευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στρογγυλευτεί | είχα στρογγυλευτεί | θα έχω στρογγυλευτεί | να έχω στρογγυλευτεί | στρογγυλεμένος | |
β' ενικ. | έχεις στρογγυλευτεί | είχες στρογγυλευτεί | θα έχεις στρογγυλευτεί | να έχεις στρογγυλευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει στρογγυλευτεί | είχε στρογγυλευτεί | θα έχει στρογγυλευτεί | να έχει στρογγυλευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στρογγυλευτεί | είχαμε στρογγυλευτεί | θα έχουμε στρογγυλευτεί | να έχουμε στρογγυλευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε στρογγυλευτεί | είχατε στρογγυλευτεί | θα έχετε στρογγυλευτεί | να έχετε στρογγυλευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στρογγυλευτεί | είχαν στρογγυλευτεί | θα έχουν στρογγυλευτεί | να έχουν στρογγυλευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στρογγυλεμένος - είμαστε, είστε, είναι στρογγυλεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στρογγυλεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στρογγυλεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στρογγυλεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στρογγυλεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στρογγυλεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στρογγυλεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ στρογγυλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.