Ετυμολογία

επεξεργασία
στρογγυλοποιώ < στρογγυλό + -ποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rounding

στρογγυλοποιώ

  • μετατρέπω το τελευταίο ή κάποια από τα τελευταία συνεχόμενα ψηφία ενός αριθμού σε μηδέν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία