Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρογγυλοποιώ < στρογγυλό + -ποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rounding

  Ρήμα επεξεργασία

στρογγυλοποιώ

  • μετατρέπω το τελευταίο ή κάποια από τα τελευταία συνεχόμενα ψηφία ενός αριθμού σε μηδέν

  Μεταφράσεις επεξεργασία