Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονδύλωμα τα κονδυλώματα
      γενική του κονδυλώματος των κονδυλωμάτων
    αιτιατική το κονδύλωμα τα κονδυλώματα
     κλητική κονδύλωμα κονδυλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονδύλωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική condyloma < αρχαία ελληνική κονδύλωμα < κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κονδύλωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία