↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρυσοκοντυλιά οι χρυσοκοντυλιές
      γενική της χρυσοκοντυλιάς των χρυσοκοντυλιών
    αιτιατική τη χρυσοκοντυλιά τις χρυσοκοντυλιές
     κλητική χρυσοκοντυλιά χρυσοκοντυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοκοντυλιά < μεσαιωνική ελληνική χρυσοκονδυλιά[1] < αρχαία ελληνική χρυσός + μεσαιωνική ελληνική κοντύλι < ελληνιστική κοινή κονδύλιον < αρχαία ελληνική κόνδῠλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾi.so.kon.diˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σο‐κο‐ντυ‐λιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσοκοντυλιά θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. χρυσοκονδυλιάΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)