Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κονδυλοφόρος οι κονδυλοφόροι
      γενική του κονδυλοφόρου των κονδυλοφόρων
    αιτιατική τον κονδυλοφόρο τους κονδυλοφόρους
     κλητική κονδυλοφόρε κονδυλοφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονδυλοφόρος < μεσαιωνική ελληνική κονδύλι(ν) + -ο- + φόρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική porte-plume[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /konðiloˈfoɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κον‐δυ‐λο‐φό‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κονδυλοφόρος αρσενικό

  1. ξύλινο ή μεταλλικό όργανο γραφής (παλαιότερων εποχών) με προσαρμοσμένη πένα στην άκρη του
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) (αργυρώνητος) δημοσιογράφος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονδυλοφόρος η κονδυλοφόρα το κονδυλοφόρο
      γενική του κονδυλοφόρου της κονδυλοφόρας του κονδυλοφόρου
    αιτιατική τον κονδυλοφόρο την κονδυλοφόρα το κονδυλοφόρο
     κλητική κονδυλοφόρε κονδυλοφόρα κονδυλοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονδυλοφόροι οι κονδυλοφόρες τα κονδυλοφόρα
      γενική των κονδυλοφόρων των κονδυλοφόρων των κονδυλοφόρων
    αιτιατική τους κονδυλοφόρους τις κονδυλοφόρες τα κονδυλοφόρα
     κλητική κονδυλοφόροι κονδυλοφόρες κονδυλοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

κονδυλοφόρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία