δημοσιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δημοσιογράφος < δημόσι(ος) (< αρχαία ελληνική δημόσιος < δῆμος) + -ο- + -γράφος, απόδοση για τη γαλλική publiciste[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.mo.si.oˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐σι‐ο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δημοσιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που έχει ως επάγγελμά του τη δημοσιογραφία
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δημοσιογράφος
δημοσιογράφος (για γλώσσες που διαχωρίζουν το θηλυκό)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δημοσιογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας