δημοσιογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοσιογραφικός < δημοσιογράφος / δημοσιογραφία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδημοσιογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη δημοσιογραφία ή τον δημοσιογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- δημοσιογραφικά
- → δείτε τις λέξεις δημοσιογράφος, δημόσιος, δήμος και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημοσιογραφικός