δημοσιογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοσιογραφώ < δημοσιογράφ(ος) + -ώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.mo.si.o.ɣɾaˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐σι‐ο‐γρα‐φώ
Ρήμα
επεξεργασίαδημοσιογραφώ
- ασκώ το επάγγελμα του δημοσιογράφου ή ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία ερασιτεχνικά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δημοσιογραφώ | δημοσιογραφούσα | θα δημοσιογραφώ | να δημοσιογραφώ | δημοσιογραφώντας | |
β' ενικ. | δημοσιογραφείς | δημοσιογραφούσες | θα δημοσιογραφείς | να δημοσιογραφείς | (δημοσιογράφει) | |
γ' ενικ. | δημοσιογραφεί | δημοσιογραφούσε | θα δημοσιογραφεί | να δημοσιογραφεί | ||
α' πληθ. | δημοσιογραφούμε | δημοσιογραφούσαμε | θα δημοσιογραφούμε | να δημοσιογραφούμε | ||
β' πληθ. | δημοσιογραφείτε | δημοσιογραφούσατε | θα δημοσιογραφείτε | να δημοσιογραφείτε | δημοσιογραφείτε | |
γ' πληθ. | δημοσιογραφούν(ε) | δημοσιογραφούσαν(ε) | θα δημοσιογραφούν(ε) | να δημοσιογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δημοσιογράφησα | θα δημοσιογραφήσω | να δημοσιογραφήσω | δημοσιογραφήσει | ||
β' ενικ. | δημοσιογράφησες | θα δημοσιογραφήσεις | να δημοσιογραφήσεις | δημοσιογράφησε | ||
γ' ενικ. | δημοσιογράφησε | θα δημοσιογραφήσει | να δημοσιογραφήσει | |||
α' πληθ. | δημοσιογραφήσαμε | θα δημοσιογραφήσουμε | να δημοσιογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | δημοσιογραφήσατε | θα δημοσιογραφήσετε | να δημοσιογραφήσετε | δημοσιογραφήστε | ||
γ' πληθ. | δημοσιογράφησαν δημοσιογραφήσαν(ε) |
θα δημοσιογραφήσουν(ε) | να δημοσιογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δημοσιογραφήσει | είχα δημοσιογραφήσει | θα έχω δημοσιογραφήσει | να έχω δημοσιογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δημοσιογραφήσει | είχες δημοσιογραφήσει | θα έχεις δημοσιογραφήσει | να έχεις δημοσιογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δημοσιογραφήσει | είχε δημοσιογραφήσει | θα έχει δημοσιογραφήσει | να έχει δημοσιογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δημοσιογραφήσει | είχαμε δημοσιογραφήσει | θα έχουμε δημοσιογραφήσει | να έχουμε δημοσιογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δημοσιογραφήσει | είχατε δημοσιογραφήσει | θα έχετε δημοσιογραφήσει | να έχετε δημοσιογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δημοσιογραφήσει | είχαν δημοσιογραφήσει | θα έχουν δημοσιογραφήσει | να έχουν δημοσιογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημοσιογραφώ
|