interception
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- interception < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική interception < λατινική interceptio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪntɚˈsɛpʃən/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interception | interceptions |
interception (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interception | interceptions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
interception (fr) θηλυκό
- αναχαίτιση
- Interception un avion, un navire. - Αναχαίτιση ενός αεροπλάνου, ενός πλοίου.
- κατακράτηση
- Interception d'une lettre. - Κατακράτηση ενός γράμματος.
- σταματώ την πορεία