απορροφήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απορροφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορροφώ
- θα απορροφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορροφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
απορροφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απορρόφηση