Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραμέληση οι παραμελήσεις
      γενική της παραμέλησης* των παραμελήσεων
    αιτιατική την παραμέληση τις παραμελήσεις
     κλητική παραμέληση παραμελήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραμελήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμέληση < (καθαρεύουσα) παραμέλησις < παραμελώ < αρχαία ελληνική παραμελέω < παρἀ + μέλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραμέληση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία