παραμέλησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραμέλησις | αἱ | παραμελήσεις | ||||
γενική | τῆς | παραμελήσεως | τῶν | παραμελήσεων | ||||
δοτική | τῇ | παραμελήσει | ταῖς | παραμελήσεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παραμέλησιν | τὰς | παραμελήσεις | ||||
κλητική ὦ! | παραμέλησι | παραμελήσεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαραμέλησις θηλυκό (καθαρεύουσα)