παραμελήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραμελήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμελώ
- θα παραμελήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμελώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαραμελήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραμέληση