Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός enthralling
συγκριτικός more enthralling
υπερθετικός most enthralling

enthralling (en)

  • συναρπαστικός, τόσο ενδιαφέρον, όμορφο κτλ. που τραβάει όλη μου την προσοχή
    ⮡  enthralling stories of adventure - συναρπαστικές ιστορίες περιπετείων
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exciting

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

enthralling (en)