enthral
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | enthral |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enthrals |
αόριστος | enthralled |
παθητική μετοχή | enthralled |
ενεργητική μετοχή | enthralling |
Ρήμα
επεξεργασίαenthral (en)
ενεστώτας | enthral |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enthrals |
αόριστος | enthralled |
παθητική μετοχή | enthralled |
ενεργητική μετοχή | enthralling |
enthral (en)