παραθετικά
θετικός engrossing
συγκριτικός more engrossing
υπερθετικός most engrossing

engrossing (en)

  • συναρπαστικός, τόσο ενδιαφέρον που του δίνω όλη μου την προσοχή και τον χρόνο
      an engrossing subject - συναρπαστικό θέμα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη exciting

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία