ενικός         πληθυντικός  
excitement excitements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
excitement < excite + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

excitement (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η λαχτάρα, η συγκίνηση, ο ενθουσιασμός, το συναίσθημα, συνήθως για κάτι ευχάριστο που προκαλεί ενθουσιασμό
    ⮡  There was such excitement among the children when they heard that…
    Τα παιδιά είχαν τέτοια λαχτάρα σαν άκουσαν πως…
    ⮡  I am waiting with excitement for your letter/for the results of the exams.
    Περιμένω με λαχτάρα το γράμμα σου/τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
    ⮡  Exploring the seabed offers a lot of excitement.
    Η εξερεύνηση του βυθού προσφέρει έντονες συγκινήσεις.
    ⮡  What is all this excitement about?
    Γιατί όλη αυτή η συγκίνηση;
    ⮡  His excitement about the music didn’t last long.
    Ο ενθουσιασμός του για τη μουσική δεν κράτησε πολύ.
  2. (μετρήσιμο, επίσημο) κάτι που προκαλεί η συγκίνηση
    ⮡  The doctor advised him to avoid all excitements.
    Ο γιατρός τον συμβούλεψε να αποφύγει τις συγκινήσεις.