excitement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
excitement | excitements |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαexcitement (en)
- (μη μετρήσιμο) η λαχτάρα, η συγκίνηση, ο ενθουσιασμός, το συναίσθημα, συνήθως για κάτι ευχάριστο που προκαλεί ενθουσιασμό
- ⮡ There was such excitement among the children when they heard that…
- Τα παιδιά είχαν τέτοια λαχτάρα σαν άκουσαν πως…
- ⮡ I am waiting with excitement for your letter/for the results of the exams.
- Περιμένω με λαχτάρα το γράμμα σου/τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
- ⮡ Exploring the seabed offers a lot of excitement.
- Η εξερεύνηση του βυθού προσφέρει έντονες συγκινήσεις.
- ⮡ What is all this excitement about?
- Γιατί όλη αυτή η συγκίνηση;
- ⮡ His excitement about the music didn’t last long.
- Ο ενθουσιασμός του για τη μουσική δεν κράτησε πολύ.
- ⮡ There was such excitement among the children when they heard that…
- (μετρήσιμο, επίσημο) κάτι που προκαλεί η συγκίνηση
- ⮡ The doctor advised him to avoid all excitements.
- Ο γιατρός τον συμβούλεψε να αποφύγει τις συγκινήσεις.
- ⮡ The doctor advised him to avoid all excitements.
Πηγές
επεξεργασία- excitement - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: λαχτάρα, συγκίνηση