Δείτε επίσης: ἐκρήγνυμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκρήγνυμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκρήγνυμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐκρήγνυμι (θραύω σε κομμάτια)[1] < ἐκ- + ῥήγνυμι

εκρήγνυμαι, πρτ.: εκρηγνυόμουν, στ.μέλλ.: θα εκραγώ, αόρ.: εξερράγην (αποθετικό)

  1. (λόγιο) παθαίνω έκρηξη, σκάω, συνήθως με δυνατό ήχο
  2. (μεταφορικά) γίνομαι με δύναμη ή βίαιο τρόπο, ξεσπάω
  3. (μεταφορικά) ξεσπάω, εκδηλώνομαι με δύναμη, βία, θυμό κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία