εκρήγνυμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκρήγνυμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκρήγνυμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐκρήγνυμι (θραύω σε κομμάτια)[1] < ἐκ- + ῥήγνυμι
Ρήμα
επεξεργασία
εκρήγνυμαι, πρτ.: εκρηγνυόμουν, στ.μέλλ.: θα εκραγώ, αόρ.: εξερράγην (αποθετικό)
- (λόγιο) παθαίνω έκρηξη, σκάω, συνήθως με δυνατό ήχο
- (μεταφορικά) γίνομαι με δύναμη ή βίαιο τρόπο, ξεσπάω
- (μεταφορικά) ξεσπάω, εκδηλώνομαι με δύναμη, βία, θυμό κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εκρήγνυμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας