Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσπάω < ξεσπ(ώ) + νεοελληνικό επίθημα -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεσπῶ < αρχαία ελληνική ἐκσπάω / ἐκσπῶ [1]. Μορφολογικά, ξε- + σπάω / σπω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kseˈspa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐σπά‐ω

ξεσπάω/ξεσπώ, πρτ.: ξεσπούσα/ξέσπαγα, αόρ.: ξέσπασα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. εκδηλώνομαι / αρχίζω με απότομο και βίαιο τρόπο, ιδίως μετά από μια περίοδο επιφανειακής ηρεμίας
    ⮡  ξέσπασε πόλεμος
    ⮡  ξεσπάει σε γέλια, σε κλάματα
    ⮡  ξέσπασε χιονιάς, καταιγίδα, φωτιά, επιδημία
    ⮡  ξέσπασε επανάσταση, ενδοκυβερνητικός πόλεμος
  2. εκδηλώνω απότομα και έντονα συσσωρευμένη ένταση και συναισθήματα
    ⮡  ξέσπασε σε κλάματα
    ⮡  ξέσπασε επάνω μου ενώ της έφταιγε το αφεντικό της.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σπάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία