ἐκρήγνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐκρήγνυμι
- σπάζω, κόβομαι σε κομμάτια
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Λῆναι ἢ Βάκχαι, στιχ. 22 (22-23)
- Ἰνὼ δ᾽ ἐξέρρηξε σὺν ὠμοπλάτᾳ μέγαν ὦμον, | λὰξ ἐπὶ γαστέρα βᾶσα,
- και στην κοιλιά του ορμητικά | η Ινώ ποδοπατώντας του σύντριψε τον ώμο του μ᾽ όλη την ωμοπλάτη·
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- Ἰνὼ δ᾽ ἐξέρρηξε σὺν ὠμοπλάτᾳ μέγαν ὦμον, | λὰξ ἐπὶ γαστέρα βᾶσα,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Λῆναι ἢ Βάκχαι, στιχ. 22 (22-23)
- αφήνω κάτι να σπάσει, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, διαφεύγω
- (στην παθητική φωνή) ραγίζω, θρυμματίζομαι, τεμαχίζομαι
- (στην παθητική φωνή) (για έλκος) σπάζω, ανοίγω, σκάω
- (για πρόσωπα) ξεσπώ σε βίαια, απότομα λόγια
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 74.2
- ἕως μὲν δὴ αὐτῶν ἀνὴρ ἀνδρὶ παραστὰς σιγῇ λόγον ἐποιέετο, θῶμα ποιεύμενοι τὴν Εὐρυβιάδεω ἀβουλίην· τέλος δὲ ἐξερράγη ἐς τὸ μέσον.
- Για κάποιο διάστημα πλησίαζαν ο ένας τον άλλο κι έπιαναν κουβέντα ψιθυριστά και τους φαινόταν ανεξήγητη η απερισκεψία του Ευρυβιάδη· στο τέλος όμως ξέσπασε στα φανερά κατακραυγή.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek-language.gr
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ῥήγνυμι
Πηγές
επεξεργασία- ἐκρήγνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκρήγνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.