κόβομαι, πρτ.: κοβόμουν, στ.μέλλ.: θα κοπώ, αόρ.: κόπηκα, μτχ.π.π.: κομμένος, (ενεργ.: κόβω)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη κόβω