Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐βο‐μαι

  Ρήμα Επεξεργασία

κόβομαι, πρτ.: κοβόμουν, στ.μέλλ.: θα κοπώ, αόρ.: κόπηκα, μτχ.π.π.: κομμένος, (ενεργ.: κόβω)

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κόβω