κόπτομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόπτομαι < αρχαία ελληνική κόπτομαι
Ρήμα επεξεργασία
κόπτομαι
- (λόγιο) ενδιαφέρομαι υπερβολικά για κάτι και το υποστηρίζω ή το υπερασπίζομαι με πάθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόπτομαι
|