Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τραυματίζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τραυματίζομαι
<
παθητική φωνή
του ρήματος
τραυματίζω
Ρήμα
επεξεργασία
τραυματίζομαι
υφίσταμαι
τραυματισμό
εξαιτίας ενέργειας/αμέλειας άλλου ή δικής μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τραυματίζομαι
αγγλικά
:
be hurt
(en)
γαλλικά
:
se blesser
(fr)