Ετυμολογία

επεξεργασία
τραυματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τραυματίζω

τραυματίζομαι

  • υφίσταμαι τραυματισμό εξαιτίας ενέργειας/αμέλειας άλλου ή δικής μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία