imploser
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- imploser < in- + (ex)ploser
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
imploser (fr)
- υφίσταμαι ενδόρρηξη, θραύση προς το εσωτερικό εξαιτίας εξωτερικών δυνάμεων (το αντίστροφο του εκρήγνυμαι)
imploser (fr)