Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

exploder < explode + -er

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛɡsploˈdɛr/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

exploder (en)

  1. που εκρήγνυται
  2. που προκαλεί έκρηξη
  3. πυροκροτητής
  4. που απορρίπτει