Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɜːst/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /bɝst/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
burst bursts

burst (en)

  1. η έκρηξη
  2. ριπή[1]

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας burst
γ΄ ενικό ενεστώτα bursts
αόριστος burst
παθητική μετοχή burst
ενεργητική μετοχή bursting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

burst (en)

  1. εκρήγνυμαι, σκάω
    ⮡  At the end of the party the children burst all the balloons.
    Στο τέλος της γιορτής τα παιδιά σκάσανε όλα τα μπαλόνια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explode
  2. (μεταφορικά) σκάω
    ⮡  I burst from so much food - Έσκασα/σκάω από το πολύ φαΐ

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ριπή» από αναζήτηση «burst» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.