burst out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | burst out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bursts out |
αόριστος | burst out |
παθητική μετοχή | burst out |
ενεργητική μετοχή | bursting out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαburst out (en)
- (αμετάβατο) σπάω, ξεσπάω, σκάω, αρχίζω να κάνω κάτι ξαφνικά
- ⮡ He burst out in fits of laughter.
- Ξέσπασε σε ακράτητα γέλια.
- ⮡ I burst out laughing.
- Σκάω στα γέλια.
- ≈ συνώνυμα: break into, break out και burst into
- ⮡ He burst out in fits of laughter.
Πηγές
επεξεργασία- burst out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 610, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεσπώ, σκάζω