break into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | break into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks into |
αόριστος | broke into |
παθητική μετοχή | broken into |
ενεργητική μετοχή | breaking into |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbreak into (en)
- διαρρηγνύω, μπαίνω βίαια σε ένα χώρο
- ⮡ My office was broken into last night.
- Μου διέρρηξαν το γραφείο χτες τη νύχτα.
- ⮡ My office was broken into last night.
- ξεσπάω, αρχίζω να γελάω, να τραγουδάω κτλ. ξαφνικά
Πηγές
επεξεργασία- break into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 227, 610. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαρρηγνύω, ξεσπώ