ενεστώτας break into
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks into
αόριστος broke into
παθητική μετοχή broken into
ενεργητική μετοχή breaking into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
break into < → δείτε τις λέξεις break και into

break into (en)

  1. διαρρηγνύω, μπαίνω βίαια σε ένα χώρο
    ⮡  My office was broken into last night.
    Μου διέρρηξαν το γραφείο χτες τη νύχτα.
  2. ξεσπάω, αρχίζω να γελάω, να τραγουδάω κτλ. ξαφνικά
    ⮡  They broke into loud cheers.
    Ξέσπασαν σε δυνατές ζητωκραυγές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη burst out