Ετυμολογία

επεξεργασία

διαρρηγνύω, πρτ.: διαρρήγνυα, αόρ.: διέρρηξα, παθ.φωνή: διαρρηγνύομαι, στ.μέλλ.: θα διαρραγώ, π.αόρ.: διαρρήχθηκα/διερράγη3ο, μτχ.π.π.: διαρρηγμένος/διερρηγμένος

  1. (λόγιο) ανοίγω βίαια και παράνομα κλειστό χώρο με σκοπό να κλέψω
      άγνωστοι διέρρηξαν το χρηματοκιβώτιο
     συνώνυμα: παραβιάζω
  2. σκίζω, σπάω κάτι βίαια

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία