Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρρηγνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρρήγνυ(μι) με μεταπλασμό σε [1] < δια- + ῥήγνυμι (→ δείτε και ρρ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.ɾiˈɣni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αρ‐ρη‐γνύ‐ω

διαρρηγνύω, πρτ.: διαρρήγνυα, αόρ.: διέρρηξα, παθ.φωνή: διαρρηγνύομαι, στ.μέλλ.: θα διαρραγώ, π.αόρ.: διαρρήχθηκα/διερράγη3ο, μτχ.π.π.: διαρρηγμένος/διερρηγμένος

  1. (λόγιο) ανοίγω βίαια και παράνομα κλειστό χώρο με σκοπό να κλέψω
    ⮡  άγνωστοι διέρρηξαν το χρηματοκιβώτιο
     συνώνυμα: παραβιάζω
  2. σκίζω, σπάω κάτι βίαια

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία