γεμισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γεμίζω
Μετοχή επεξεργασία
γεμισμένος
- ο γεμάτος, αλλά με κάπως ενεργητική, ρηματική σημασία, που τον έχει γεμίσει κάποιος από κάτι, (γεμάτος χαρά, αλλά γεμισμένο ποτήρι)