↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεμισμένος η γεμισμένη το γεμισμένο
      γενική του γεμισμένου της γεμισμένης του γεμισμένου
    αιτιατική τον γεμισμένο τη γεμισμένη το γεμισμένο
     κλητική γεμισμένε γεμισμένη γεμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεμισμένοι οι γεμισμένες τα γεμισμένα
      γενική των γεμισμένων των γεμισμένων των γεμισμένων
    αιτιατική τους γεμισμένους τις γεμισμένες τα γεμισμένα
     κλητική γεμισμένοι γεμισμένες γεμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γεμίζω

γεμισμένος

  • ο γεμάτος, αλλά με κάπως ενεργητική, ρηματική σημασία, που τον έχει γεμίσει κάποιος από κάτι, (γεμάτος χαρά, αλλά γεμισμένο ποτήρι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία